- πολυπλανής
- -ές, Α1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ' ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.)2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.)3. (για φυτό) αυτός που απλώνει τα κλαδιά του προς πολλές διευθύνσεις («κισσοῦ πολυπλανέος», Ανθολ. Παλ.)4. εκείνος που παρεκκλίνει από την πορεία του, που λοξοδρομεί («τὴν πορείαν χαλεπὴν καὶ πολυπλανῆ γενομένην τοῖς ἐπισπομένοις», Πλούτ.)5. εκείνος που παραπλανά, που οδηγεί κάποιον σε σφάλμα («πολυπλανής Ἐλπὶς και Τύχη», Ανθολ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. α-πλανής].
Dictionary of Greek. 2013.